Το αίμα πότιζε το λευκό φόρεμα της Ναταλίας,τριγύρω φωνές και εκρήξεις,ο Οδυσσέας την κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά του,ένα μικρό περιστέρι που ξεψυχούσε στα χέρια του,ο αγώνας απ την αρχή δεν ήταν δίκαιος,κορμιά ανθρώπων ενάντια στις σφαίρες,μα τα όνειρα,άχ αυτά τα νεανικά όνειρα δε γνωρίζουν το φόβο,δε λυγίζουν ποτέ..
Ο ουρανός σκοτείνιασε κι απο μακριά ακούστηκαν οι σειρήνες και η Ναταλία ελεύθερη πιά ταξίδευε μέσα στα μάτια του Οδυσσέα..
Το ξημέρωμα στην Αριζόνα έχει κάτι απο μια άλλη εποχή,οι αχανείς λεωφόροι σαν φίδια ακίνητα,απλώνονται βαθιά στον ορίζοντα της ερήμου,μόνο οι τσοπεράδες γνωρίζουν τα παράξενα μέρη και οι παράτολμοι νταλικιέρηδες που ξενυχτούν στα επικίνδυνα μοτέλ,πέρα μακριά ένα κογιότ ουρλιάζει τρομαγμένο καθώς τα ούφο υπερίπτανται σε σμήνη λαμπυρίζοντας στο ημίφως της αυγής..
Οι μέρες περνούσαν μαρτυρικές,σαν σιλουέτες εφιαλτικές πάνω σε γκρίζο φόντο..
Πάσχιζε να βάλει σε λέξεις το ανείπωτο,να γεμίσει τις λευκές σελίδες ενός βιβλίου με μαγικές εικόνες,με συναίσθημα και οργασμούς πνευματικούς που θα συγκλόνιζαν την ψυχή του κάθε αναγνώστη.
Ένα βιβλίο λαβύρινθος,ένα βιβλίο καλειδοσκόπιο,γεμάτο μυστήρια και ακραίες αναζητήσεις,το βιβλίο που δε γράφτηκε ποτέ..
Οι νύχτες στο Άπειρο,οι νύχτες στους δρόμους χωρίς επιστροφή,ιέρεια του έρωτα,με χρυσά μαλλιά και μαύρα γυαλιά,ζωγράφιζε στις ερημιές την θλίψη..
Πάντα ήθελα μέσα της να ζήσω,να χω μονάχα λίγο απ τις στιγμές της,ένα μικρό κομμάτι απο τη μοίρα.
Χάθηκα..στο λαβύρινθο ενός καθρέφτη,σ΄ένα κρύο σπίτι που δε γνώρισε τη νιότη.
Ναυάγησα μακριά της,σ΄ένα σκοτάδι χωρίς αστερισμούς,με 83 φλεγόμενα καράβια,με 83 και μια επιθυμίες..
Κάθε άνθρωπος δεν είναι μόνο ο εαυτός του,είναι κι άλλα πολλά,ανεπανάληπτα,θαυμαστά φαινόμενα που συνδέουν το πνεύμα του με τον κόσμο,με τα υπόλοιπα πνεύματα που δίνουν πνοή και μορφή στον κόσμο.
Μια έμπνευση που φέρνει εικόνες και ιστορίες μαγικές,ταξιδεύει προς τα ύψη,μέσα στη νύχτα,στις εξόδους του απείρου,παρασύροντας και την καρδιά,το πνεύμα ελεύθερο πλάθει τον εαυτό του,διηγήται την ιστορία του μέσα σε στίχους,σε μια μελωδία,σε μια κοσμική έκρηξη που μέσα απ τη σκόνη της αναδύεται η κάθε έμπνευση,η ιστορία όλων των πνευμάτων..
Είναι όμορφα να ξενυχτάς φαροφύλακας,συντροφιά με την Μεγάλη Άρκτο κι ένα μπουκάλι μπράντυ..
Οι δέσμες του φάρου ταξιδεύουν σταθερά στον ορίζοντα χαιδεύοντας το πέπλο της νύχτας..
Ίσως κάπου μακριά,πάνω στη Σελήνη,εξωγήινοι να κοιτούν με τα τηλεσκόπιά τους το ρυθμικό φώς και να με χαιρετούν χαρούμενοι..
Ποιός ξέρει..τελικά,μπορεί και να μην είμαι τόσο μόνος αυτή την κρύα νύχτα..
Ο Κόσμος υπνωτίζεται με εικόνες,με διαφήμιση και κατασκευασμένα δράματα,η τέχνη που υπάρχει σήμερα γύρω μας είναι το μεγαλύτερο σκάνδαλο όλων των εποχών,το ισχυρότερο ναρκωτικό που κρατά τις μάζες σε πνευματικό λήθαργο.
Οι χειρότεροι όλων είναι εκείνα τα καημένα όντα που αποδέχονται τον τίτλο του καλλιτέχνη και συνεχίζουν το Παραμύθι του Κόσμου,δειλοί κι ανίκανοι να σπάσουν την Πραγματικότητα που απο πάντα τους σκλαβώνει..
The only way to find the Reality is to escape far away from the Lie..
Σκιές και χώμα..
Αυτό είμαστε αδελφέ..
Γράψαμε στίχους για όλα,ονειρευτήκαμε ουτοπίες απερίγραπτες,ερωτευτήκαμε παράξενες γυναίκες,ταξιδέψαμε σε τόπους μακρινούς,μα πάμφτωχοι πεθαίνουμε,αγκαλιά με πόνους φοβερούς που σιγά σιγά,μαρτυρικά μας τρώνε και μερικοί ποιητές μονάχα γλύφουν τις πληγές τους και γελάνε,τάχα να μοιάσουν με θηρία καθώς σαν σκύλοι ξεψυχάνε..
Σκιές και χώμα αδελφέ..
Κρυώναμε στο αγιάζι κερδίζοντας το μεροκάματο με αίμα,τις νύχτες μεθύσια απελπισμένα και άδειες αγκαλιές,ζειμπέκικα αφιερωμένα στις πόρνες της ζωής μας,νταλίκες και χιλιόμετρα σιωπηλά,χαρίσαμε τα νιάτα μας σε μια πλανεύτρα ξενιτιά και σε στιγμές καμένες με στανιό και νταηλίκι,πρίγκηπες σε στέκια αμαρτωλά και δούλοι κάτω απο φουστάνια,με χέρια πληγωμένα απ τα καμίνια και αθώες,παιδικές καρδιές που τρέμαν απ'αγάπη..

Οι αέναες περιφορές των άστρων,τα πρωτοβρόχια,η μελαγχολία των φθινοπωρινών δειλινών,η θολή ανάμνηση μιας ατέλειωτης νύχτας σε ξένο τόπο,μια σελίδα με ποιήματα του Λόρκα,ένας μάυρος πίνακας με άγρια άλογα,ο ήλιος να βυθίζεται στο πέλαγος,ένα γυναικείο χαμόγελο γεμάτο υποσχέσεις,τα ευωδιαστά ηράνθεμα,η μουσική μιας κιθάρας στο απέναντι μπαλκόνι,όλα είναι ομορφιά που απλώνεται παντού ολόγυρά μας..
Η σιωπή της ακρογιαλιάς και το υγρό χάδι της άμμου,σε μια χειμωνιάτικη μέρα,με θλίψη και κρύο..
Όταν βρέχει,οι σταγόνες του ουρανού εξαγνίζουν τη θάλασσα,συγχωρούνται οι πολλές αμαρτίες της,η αιώνια οργή που γεννά ναυάγια και πόνο,η ζήλια των πλασμάτων της που απο πάντα ονειρεύονται τον όμορφο ουρανό κοιτώντας τα πουλιά και τα σύννεφα να ταξιδεύουνε γοργά και κάθε νύχτα πάνω απ το κεφάλι τους,τ'άστρα να λαμπυρίζουν σαν αμέτρητα μαργαριτάρια..
Το Radio Nowhere εκπέμπει δυνατά μέσα στη νύχτα,παράξενοι ήχοι απο μαγικά ντιτζερίντου ταξιδεύουν βαθιά στην έρημο,η άρπα ενός βάρδου δονεί το Σύμπαν,ο Νathan Fake αποκαλύπτει πως ο ουρανός ήταν ρόζ όταν στείλαμε τις πρώτες μηχανές στο διάστημα,ένα μαύρο διαβολικό πιάνο παίζει μόνο του συμφωνίες του Μπάχ,μεσάνυχτα,σ'ένα παλιό πύργο,κάπου μακριά,σε μια σκοτεινή ερημιά ένας ποιητής ακούει έκθαμβος μια μουσική απο Αλλού..

Το σύμπαν δεν ήταν ποτέ εδώ,είναι στον Νού του Παρατηρητή και στην Ιστορία που αφηγήται ο ίδιος στον εαυτό του,σ'ένα απύθμενο Εγώ.
Ένα δέντρο στο δάσος,μια δυνατή βροχή,το πιό άφθαστο άστρο,όλα αποκτούν υπόσταση απο την Παρατήρηση.
Κάπου έξω απο το σύμπαν του Νού κάτι τον παρατηρεί..
Αν μπορούσαμε να ξεγελάσουμε αυτόν τον Κοσμικό Παρατηρητή ίσως να ξεφεύγαμε απ τα δεσμά της ύλης..
Μα ίσως και να αφανιζόμασταν..

Στην καρδιά ενός ανθρώπου πρωταρχική θέση πρέπει να έχει η περιπέτεια και η εξερεύνηση του Αγνώστου,όλα είναι μια μεγάλη περιπέτεια,η ζωή η ίδια,οφείλει να είναι ένα ταξίδι στο φώς,στο νέο και το απερίγραπτο..
Αν δεν είναι έτσι,τότε ο άνθρωπος είναι ένα τίποτα..
Το πυρωμένο ατσάλι και η αχόρταγη φωτιά μαρτυρούν τα βάσανα του κόσμου..
Οι ποιητές εμπνεύστηκαν απο τη μουσική,απο τα αινίγματα του χρόνου,απ´την υπέροχη ευωδιά των άνθεων,κι όμως,η φύση εμπνεύστηκε απ'το αίμα των πλασμάτων της,από τις μανιασμένες αστραπές και τα πελώρια κύμματα,απ'τις αλλόκοτες ραβδώσεις των θηρίων,απ'τον αιώνιο θάνατο που δώρισε με πάθος στον εαυτό της..
Θέλησα να γράψω ένα ποίημα για το πανέμορφο ηλιοβασίλεμα του Μπουένος Άιρες,για τ'ακρωτήρια της Ιρλανδίας,για τον μαγικό ήχο απ τις καμπάνες της Λωζάνης,για τους φτωχούς αγρότες του Μεξικού,για τα τρελά όνειρα των Γάλλων ποιητών,για τον χορό των Ινδιάνων,για τους ψαλμούς των μουσουλμάνων λίγο πρίν να δύσει ο ήλιος,για το παράξενο πρόσωπο που αντίκρυζε ο Ηράκλειτος πάνω στο δίσκο της Σελήνης,για το κελάηδισμα των αηδονιών μέσα στις φυλλωσιές,για Δον Κιχώτες και γενναίους εξερευνητές..

Ένα ποίημα για κάθε ποίημα..
Ένας ζωγράφος που σχεδίασε το πρόσωπο του Θεού,η αστείρευτη ποικιλία των χρωμμάτων του γέννησε ένα μοναδικό σύμπαν..
Το μυστήριο των ανεξιχνίαστων ιδεών,που ταξιδεύει μέσα σε πίνακες και βιβλία,σε αμέτρητες σκέψεις ακατανόητων πλασμάτων,ακούστηκε μια νύχτα πάνω στο σταυρό και σε ανυπόφορες στιγμές που λιώναν σαν κεριά οι ποιητές,το τραγουδήσανε στην ερημιά ταξιδευτές και άγιοι προφήτες,λαμποκοπά σαν το χρυσάφι μέσα σε μεθυσμένους στίχους..
Θα μπορούσες να είσαι ένα τοπίο μαγευτικό,μια σιωπηλή προσευχή,μια καλλίγραμη σκιά σ'ένα Αυγουστιάτικο απομεσήμερο.
Θα μπορούσες να είσαι το όνειρο χιλιάδων εραστών,η μεθυσμένη έμπνευση ενός Γάλλου ποιητή,ένα λουλούδι ακίνητο κάτω απ την πανσέληνο.
Θα μπορούσες να είσαι η ζωή μου,οι μέρες και οι νύχτες μου,τα νιάτα που δε πρόλαβα ποτέ μου να χορτάσω.
Ίσως θα μπορούσες να είσαι δική μου.
Θα μπορούσες άραγε αγάπη μου;

Ο Θεός βρίσκεται μες τη βροχή,στα χρώμματα του ουράνιου τόξου,στις δροσοσταλίδες μιας υπέροχης αυγής,σ'ένα λιβάδι ανοιξιάτικο με παπαρούνες,στις λατρεμένες φακίδες μιας χλωμής κοπέλας,σ'ένα τοπίο μελαγχολικό με χειμωνιάτικα βοριαδάκια και μοναχικούς ανεμόμυλους..
Ζεί όλες τις εποχές,τις αναμνήσεις,τα όνειρα και τους εφιάλτες.
Ίσως τώρα να βρίσκεται μέσα σου..

Είσαι ο θησαυρός μες τα πικρά ναυάγια της ψυχής μου,ο φωτεινός ήλιος που δένει γύρω του,σε αέναη τροχιά,τους ταπεινούς μου πόθους..
Χρόνια σαν αλήτες ταξιδεύανε στο πουθενά,σε χρόνους εγκαταλειμμένους,μακριά απο ελπίδες και χαρές..
Είσαι το πλοίο που ξανοίγεται στο πέλαγος για να μεθύσει την καρδιά μου,με ορίζοντες πολύχρωμους και ηλιοβασιλέμματα θαυμάσια που ξεγλιστρούν σαν χάδια διάφανα μες απ την αγκαλιά σου..
Χάνομαι..μέσα στον περιστρεφόμενο κόσμο σου,στις φωτιές που ανάβουν τα σπινθιροβόλα μάτια σου..
Βουλιάζω..μέσα στο σκοτεινό δέρμα σου,στις αμαρτωλές καμπύλες που τόσο αδίστακτα με μαγέψαν..
Πεθαίνω..πάνω στις μαύρες θηλές σου,πύργοι των πιο κρυφών μου επιθυμιών,δίχως μια τελευταία ανάσα,καμμένος,απ τις αστείρευτες,θανατηφόρες ηδονές σου..

Μια αίσθηση δέους,η υπαρξιακή αγωνία,η ατόφια ομορφιά,είναι αυτά που έψαχνα εξερευνώντας την Λογοτεχνία..
Βρέθηκα ν'αρμενίζω μόνος σε μια απέραντη θάλασσα,χωρίς κανέναν να με βοηθήσει,κι όσο βασανιζόμουν να εντοπίσω τις πλημμυρισμένες απο έκσταση ιστορίες,τόσο πολύ χανόμουν βαθιά μέσα στα κύμματα,είχα ξεχάσει πιά κάθε πατρίδα,το μόνο που είχε σημασία ήταν το γοητευτικό ταξίδι,μακριά,στη μελαγχολία και το απερίγραπτο..

Βρήκα όλη την ομορφιά και την αγάπη που έψαχνα στην αγκαλιά της φύσης,στο ιδρωμένο φιλί της ομίχλης,στα κυματιστά χαμόγελα της θάλασσας,στο απαλό χάδι του ανέμου..
Τίποτα δε μπόρεσε να με κάνει να ξεχάσω τη μεγαλοπρέπεια των βουνών της,την περηφάνεια των ψηλών δέντρων και τον ανάλαφρο χορό των λουλουδιών..

Να ζείς βλέποντας το τέλος..να το νιώθεις σε κάθε στιγμή..
Να χουν γίνει ένα όλες οι αναμνήσεις,τα αισθήματα,οι εποχές..
Και οι νύχτες να περνούν τόσο ανάλαφρες,ασήμαντες σαν να γνωρίζουν και οι ίδιες πώς πιά δεν υπάρχει σκοπός σε τίποτα..

Ο Θεός κάποτε ζούσε στα Εξάρχεια,Νο 9,στο υπόγειο,τις νύχτες ηχογραφούσε με τον Δόκτωρα τη φωνή του σε κασέτες,δυό σακούλες ολόκληρες βρέθηκαν σ΄ένα μικρό σπιτάκι στην Κάτω Τούμπα,εκεί ζούσε χρόνια ένας παππούλης ο οποίος συνομιλούσε με τους αγγέλους μέσα σε κρυστάλλινες σφαίρες και τα πρωινά πουλούσε ημερολόγια,μια φωτογραφία ενός μοναχού στον Άθωνα δείχνει ένα πεντάκτινο αστέρι τυλιγμένο με σφαίρες κι απο πάνω γράφει με καλλιγραφίες ´´Heaven´s Delta Force and United Startribes´´.

Περνώ απο χώρα σε χώρα,συντροφιά με τον άνεμο,στα σύννεφα κρύβομαι και σε μικρά κυκλάμινα,κανείς δε με βλέπει,κανείς δε με ξέρει..
Χαιδεύω τα κύμματα και τα ψηλά βουνά,με αστραπές χορεύω και κυκλώνες,ποθώντας παράφορα την άγρια νύχτα..
Μακριά απ τους δόλιους ζωντανούς,θεόρατη σκιά μες τα σκοτάδια,βυθομετρώ αδιάκοπα τον ουρανό,σφιχτά την πλάση αγκαλιάζω.

Κι ο Κόσμος θα συνεχίσει το Παραμύθι του,τα άστρα θα γυρνούν,οι εποχές θα έρχονται και θα φεύγουν,εραστές θα ερωτεύονται παράφορα,γέροι θα ξεψυχούν μόνοι,η βροχή θα δυναμώνει,ο ήλιος θα καίει,οι ιδέες θα περιμένουν νέους ονειροπόλους,οι πόλεμοι νέους ήρωες,το σκοτάδι τις νύχτες θα σκεπάζει κάθε ψυχή,η μελαγχολία και η θλίψη δε θα πάψουν ποτέ κι εγώ θα λείπω...θα λείπω απο καιρό...


Το γελοίο λίκνισμα του έρωτα,η μεθυσμένη ανάσα και το γυμνό στήθος ποτισμένο με κρασί και στάχτη..
Πόρνες και ήρωες μαζί,λαιμητόμοι και πάρτυ μποέμ στα ανάκτορα..
Μάγε αμαρτωλέ πού θα κρυφτείς;
Σπαρμένοι δαίμονες και άνθη του κακού,αστέρια αυτόχειρες μπροστά στα σκαλοπάτια..
Αγνόησέ με Σατανά,αυτή τη νύχτα που όλα σβήνουν..

Στα φτωχά χωριά του Εκουαδόρ,με φθηνό καπνό τις νύχτες,τραγουδούσε ο Εστεμπάν για του κόσμου τ'άδικο..
Χρόνια μέσα στα καράβια,Κίνα,Αφρική και Αγγλία,έμαθε όλα τα λιμάνια και τις όμορφες στα στέκια.
Μαύροι ιθαγενείς με παράξενα φτερά,ζάλη,μέθη και χιλιάδες αμαρτίες στα στενά της Καζαμπλάνκα.
Μια πληγή απο καρχαρία που ποτέ δε λέει να κλείσει,πλάνα μάτια στο Μπραζίλ και μια πληρωμένη αγάπη.
Στα νησιά Φερόες,πειρατές και καταιγίδα,πάντα με την προσευχή κι αφρικάνικο σουγιά στο στόμα.
Τραγουδά ο Εστεμπάν κάθε νύχτα στο λιμάνι,με παράπονο βαθύ και βραχνή φωνή,μάτσο φεύγουν τα καράβια για τις θάλασσες του κόσμου,αύριο Κούβα και γιορτές,ξάφνου φλόγες και κηδείες..

Γαλάζιες ομίχλες τυλίγουν την ψυχή μου,όνειρα θερινής νυκτός,ύποπτες στιγμές απο Αλλού..
Ο σιωπηλός χορός μιας γκέισας,οι αστραφτερές χορδές μιας ολόμαυρης κιθάρας,ελαφρύ αεράκι με μυρωδιά ωκεανού,μηνύματα ερωτικά γραμμένα στην άμμο,ένα παιδί άγνωστο που ψιθυρίζει τ'όνομά μου,σκιές που λικνίζονται άρρυθμα πάνω στη φλόγα ενός ετοιμοθάνατου κεριού..
Πυρετός..ξανά και ξανά..
Καλοκαιρινές αγάπες θαμμένες στο βυθό,εραστές χωρίς όνομα και πατρίδα,η νύχτα αγκαλιά με χίλιες αμαρτίες..
Γυναίκες που αποπλανούν επικίνδυνα,με φτηνά κραγιόν και λικνίσματα,βαθιά στα μάτια τους,εικόνες απο τραγωδίες,σκυφτές και ματωμένες κάθε αυγή,οι πιο απελπισμένες..
Τυφλοί μες το σκοτάδι οι ποιητές,ανήμποροι να γράψουν,ανίκανοι αυτόχειρες,σταλιά ζωή που το πρωί στον άνεμο θα σβήσει..